(ε)ξαποστέλλω

(ε)ξαποστέλλω
(ε)ξαποστέλλω
εξαπέστειλα και (ε)ξαπόστειλα, (ε)ξαποστάλθηκα, (ε)ξαποσταλμένος, μτβ.
1. στέλνω βιαστικά από κάποιο μέρος έξω ή μακριά ή προς όλες τις διευθύνσεις: Τους εξαπόστειλα να τον βρουν.
2. μτφ. (με ειρωνική σημ.), ξεπροβοδίζω κάποιον, τον κατευοδώνω, τον ξεβγάζω, τον ξεφορτώνομαι: Τον ξαπόστειλα για καλά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”